- εὐσυναλλάκτως
- D0-0-0-1-0=1 Prv 25,10apeaceably
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εὐσυναλλάκτως — εὐσυνάλλακτος easy to deal with adverbial εὐσυνάλλακτος easy to deal with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνάλλακτος — εὐσυνάλλακτος, ον (ΑΜ) αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός. επίρρ... εὐσυναλλάκτως (Α) 1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή 2. αποτελεσματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αλλάσσομαι] … Dictionary of Greek